Το σύνδρομο της Δυσλεξίας
Μεσσήνης Σταύρος , 2010
Ορισμός της Δυσλεξίας
Μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για τη διατύπωση ενός ενιαίου ορισμού για την έννοια της δυσλεξίας. Όμως η συγκρότηση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού, είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Μέσα από τη μελέτη της βιβλιογραφίας ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια σειρά ορισμών και εννοιολογικών διαφορών που αφορούν τους όρους του φαινομένου. Οι πρώτες προσπάθειες διατύπωσης ενός ορισμού έγιναν από επιστήμονες του ιατρικού χώρου. Αργότερα ήρθαν ορισμοί από ψυχολόγους και παιδαγωγούς. Συνήθως αυτές οι ειδικότητες διαφωνούν και έχουν φτάσει αρκετές φορές σε αντιπαραθέσεις. Τα τελευταία χρόνια μελέτες και έρευνες, ψυχολόγων και παιδαγωγών, που έγιναν σε παιδιά με δυσλεξία έδωσαν άλλη διάσταση στην έννοιά της.
Η Βρετανική Εταιρία Δυσλεξίας (British Dyslexia Association) έδωσε το 1989 τον παρακάτω ορισμό:
«Δυσλεξία είναι μία ειδική μαθησιακή δυσκολία, ιδιοσυστατικής προέλευσης, που επηρεάζει έναν ή περισσότερους από τους τομείς της ανάγνωσης, της ορθογραφίας και της γραπτής γλώσσας, και που μπορεί να συνοδεύεται επίσης και με δυσκολία στο χειρισμό αριθμών. Ιδιαίτερα σχετίζεται με τον έλεγχο του γραπτού λόγου (αλφάβητο, αριθμητική και μουσικά σημεία), παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις επηρεάζει, σε κάποιο βαθμό, τον προφορικό λόγο.» (Αναστασίου, 1998)
Το 1997 η ίδια εταιρία έδωσε έναν πιο αναλυτικό ορισμό της δυσλεξίας που αναφέρει:
«Δυσλεξία είναι μια σύνθετη νευρολογική κατάσταση που έχει ιδιοσυστατική προέλευση. Τα συμπτώματα μπορεί να επηρεάζουν πολλούς τομείς της μάθησης και της δραστηριότητας, και μπορεί να περιγραφεί ως ειδική δυσκολία στην ανάγνωση, την ορθογραφία και τη γραπτή γλώσσα. Ένας ή περισσότεροι από τους τομείς αυτούς μπορεί να επηρεάζονται. Ο χειρισμός των αριθμών και των μουσικών σημείων, οι κινητικές λειτουργίες και οι οργανωτικές δεξιότητες μπορεί ακόμα να εμπλέκονται. Ωστόσο, σχετίζεται ιδιαίτερα με τον έλεγχο του γραπτού λόγου, αν και ο προφορικός λόγος επηρεάζεται σε κάποιο βαθμό.» (Αναστασίου, 1998)
Σχολιάζοντας τον παραπάνω ορισμό διαπιστώνουμε ότι η δυσλεξία είναι μια νευρολογική κατάσταση που επηρεάζει πολλούς τομείς της μάθησης. Σχετίζεται κυρίως με το γραπτό λόγο, αν και μπορούμε να εντοπίσουμε δυσκολίες και στον προφορικό, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να συνυπάρχει και έλλειμμα στην μαθηματική ικανότητα, στις κινητικές λειτουργίες και στις οργανωτικές δεξιότητες του ατόμου. Τέλος τον όρο ιδιοσυστατική προέλευση τον χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τα χαρακτηριστικά που αναπτύχθηκαν από την αλληλεπίδραση κληρονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Τύποι της δυσλεξίας
Δύο μεγάλες κατηγορίες διακρίνουμε, διαχωρίζοντας πρώτα τη δυσλεξία σε επίκτητη και εξελικτική. Επίκτητη είναι αυτή που αφορά άτομα που είχαν κατακτήσει το μηχανισμό της ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας αλλά απέκτησαν δυσκολία ή ανικανότητα στην επεξεργασία του γραπτού λόγου εξαιτίας εγκεφαλικών βλαβών. Οι εγκεφαλικές βλάβες μπορεί να προκλήθηκαν από εγκεφαλικούς τραυματισμούς στην πλευρικο-κροταφική χώρα του αριστερού ημισφαιρίου, από αρρώστιες και μολύνσεις. (Πόρποδας, 1997)
Εξελικτική δυσλεξία είναι αυτή που ακολουθεί το άτομο από τη γέννησή του και έχει κληρονομικό υπόβαθρο. Οι Johnson και Myklebust υποστηρίζουν ότι τα ελλείμματα σε αυτή την περίπτωση μπορεί να είναι στη φύση τους ακουστικά ή και οπτικά. Διακρίνουν έτσι δύο τύπους δυσλεξίας: την οπτική και την ακουστική. (Στασινός, 2003)
Η οπτική δυσλεξία είναι η πιο διαδεδομένη μορφή δυσλεξίας, η οποία χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην οπτική αντίληψη, την οπτική διάκριση και την οπτική μνήμη. Η δυσκολία των δυσλεξικών με οπτική δυσλεξία εκδηλώνεται με δυσκολία στη μάθηση κυρίως μέσω της οπτικής λειτουργίας. Αυτό δεν έχει να κάνει με την όραση του ατόμου και έχει διαπιστωθεί με τεστ που έγιναν σε παιδιά με οπτική δυσλεξία και έδειξαν ότι η οπτική τους ικανότητα λειτουργεί σε φυσιολογικά επίπεδα. (Στασινός, 2003) Τα άτομα με οπτική δυσλεξία δυσκολεύονται στην αντίληψη και αναπαραγωγή οπτικών ακολουθιών καθώς και στη διάκριση σύνθετων σχεδίων. Παρουσιάζουν συγκεχυμένη κατανόηση των γραπτών συμβόλων και αδεξιότητα στη γενική κινητικότητα. Έχουν δυσκολία στη διάκριση λέξεων ή γραμμάτων που έχουν οπτική ομοιότητα και αντιμετωπίζουν τις λέξεις σαν να τις βλέπουν για πρώτη φορά, γι’ αυτό δυσκολεύονται στην ανάγνωση των λέξεων ολικά. Έτσι χρησιμοποιούν στην ανάγνωση των λέξεων την αναλυτική επεξεργασία όπου αναλύουν και συνθέτουν τις λέξεις για να καταφέρουν να τις διαβάσουν ακόμη και αν είναι ψευδολέξεις. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο κανονικός αναγνώστης για να διαβάσει μια πρόταση τριών σειρών χρειάζεται περίπου τρία λεπτά της ώρας. Αντίθετα ο μαθητής με οπτική δυσλεξία χρειάζεται τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά. (Στασινός, 2003 & Πόρποδας, 1997)
Η ακουστική δυσλεξία θεωρείται πιο δύσκολη μορφή δυσλεξίας καθώς είναι πιο δύσκολη η αντιμετώπισή της και χαρακτηρίζεται από έλλειμμα στην ικανότητα του ατόμου να αναπαριστά στο νου του, τους ξεχωριστούς ήχους της ομιλούμενης γλώσσας, να καταφέρνει να συνθέτει τους ήχους, να κατονομάζει πρόσωπα και πράγματα και να τηρεί την ακουστική ακολουθία. Η τελευταία είναι πολύ σημαντική γιατί έχει σχέση με τη δυνατότητα για απομνημόνευση συναφών πληροφοριών, τηρώντας πάντα τη σωστή τους διάταξη και σειρά. Η ακουστική δυσλεξία δεν έχει σχέση με την ακουστική οξύτητα του παιδιού καθώς έχει βρεθεί ότι τα περισσότερα παιδιά με ακουστική δυσλεξία έχουν κανονική ακοή. (Στασινός, 2003) Τα άτομα με ακουστική δυσλεξία δυσκολεύονται στην ανάλυση των λέξεων σε συλλαβές, στη σύνθεση συλλαβών σε λέξεις με περιεχόμενο και στη διάκριση ακουστικών λεπτομερειών καθώς και στην αναπαραγωγή ηχητικών συνόλων. (Πόρποδας, 1997) Ένα παιδί με ακουστική δυσλεξία παρουσιάζει χαμηλότερη επίδοση στη γραφή και στην ορθογραφία από ότι στην αναγνωστική του επίδοση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπορεί να αναγνωρίζει μικρές διαφορές μεταξύ των ήχων που αντιστοιχούν σε φωνήεντα ή σύμφωνα. Δεν μπορεί να συνδέσει τους ειδικούς ήχους με τα αντίστοιχα γραπτά τους σύμβολα. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε όταν ζητήσουμε από ένα παιδί να γράψει ένα καθ’ υπαγόρευση κείμενο. Τα άτομα με ακουστική δυσλεξία δεν είναι σίγουρα ότι ακούν σωστά τις λέξεις ή τις φράσεις ενός κειμένου. Έτσι αισθάνονται την ανάγκη και ζητούν επανάληψη της υπαγόρευσης συνεχώς. Ενδεικτικά ένα παιδί με ακουστική δυσλεξία χρειάζεται στην καλύτερη περίπτωση τρία με πέντε λεπτά για να γράψει καθ’ υπαγόρευση μία απλή πρόταση. (Στασινός, 2003 & Πόρποδας, 1997)
Τέλος καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπίσουμε περιπτώσεις που είναι καθαρά οπτική ή ακουστική η δυσλεξία. Το σύνηθες είναι σε κάθε περίπτωση δυσλεξικού ατόμου να υπάρχουν στοιχεία και από τις δύο περιπτώσεις. (Πόρποδας 1997) Έχουμε έτσι μια ομάδα μικτής δυσλεξίας που προκύπτει από την πρόσμιξη των δύο προηγούμενων τύπων δυσλεξίας. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει παιδιά που έχουν ανάμεικτες δυσκολίες οπτικού και ακουστικού χαρακτήρα και αντιπροσωπεύει το 22% περίπου του δυσλεξικού πληθυσμού. Παρουσιάζουν τα άτομα αυτά δυσκολίες στην εκμάθηση ολόκληρων λέξεων και στη χρήση της φωνητικής τους ανάλυσης.
Ορισμός της Δυσλεξίας
Μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για τη διατύπωση ενός ενιαίου ορισμού για την έννοια της δυσλεξίας. Όμως η συγκρότηση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού, είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Μέσα από τη μελέτη της βιβλιογραφίας ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια σειρά ορισμών και εννοιολογικών διαφορών που αφορούν τους όρους του φαινομένου. Οι πρώτες προσπάθειες διατύπωσης ενός ορισμού έγιναν από επιστήμονες του ιατρικού χώρου. Αργότερα ήρθαν ορισμοί από ψυχολόγους και παιδαγωγούς. Συνήθως αυτές οι ειδικότητες διαφωνούν και έχουν φτάσει αρκετές φορές σε αντιπαραθέσεις. Τα τελευταία χρόνια μελέτες και έρευνες, ψυχολόγων και παιδαγωγών, που έγιναν σε παιδιά με δυσλεξία έδωσαν άλλη διάσταση στην έννοιά της.
Η Βρετανική Εταιρία Δυσλεξίας (British Dyslexia Association) έδωσε το 1989 τον παρακάτω ορισμό:
«Δυσλεξία είναι μία ειδική μαθησιακή δυσκολία, ιδιοσυστατικής προέλευσης, που επηρεάζει έναν ή περισσότερους από τους τομείς της ανάγνωσης, της ορθογραφίας και της γραπτής γλώσσας, και που μπορεί να συνοδεύεται επίσης και με δυσκολία στο χειρισμό αριθμών. Ιδιαίτερα σχετίζεται με τον έλεγχο του γραπτού λόγου (αλφάβητο, αριθμητική και μουσικά σημεία), παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις επηρεάζει, σε κάποιο βαθμό, τον προφορικό λόγο.» (Αναστασίου, 1998)
Το 1997 η ίδια εταιρία έδωσε έναν πιο αναλυτικό ορισμό της δυσλεξίας που αναφέρει:
«Δυσλεξία είναι μια σύνθετη νευρολογική κατάσταση που έχει ιδιοσυστατική προέλευση. Τα συμπτώματα μπορεί να επηρεάζουν πολλούς τομείς της μάθησης και της δραστηριότητας, και μπορεί να περιγραφεί ως ειδική δυσκολία στην ανάγνωση, την ορθογραφία και τη γραπτή γλώσσα. Ένας ή περισσότεροι από τους τομείς αυτούς μπορεί να επηρεάζονται. Ο χειρισμός των αριθμών και των μουσικών σημείων, οι κινητικές λειτουργίες και οι οργανωτικές δεξιότητες μπορεί ακόμα να εμπλέκονται. Ωστόσο, σχετίζεται ιδιαίτερα με τον έλεγχο του γραπτού λόγου, αν και ο προφορικός λόγος επηρεάζεται σε κάποιο βαθμό.» (Αναστασίου, 1998)
Σχολιάζοντας τον παραπάνω ορισμό διαπιστώνουμε ότι η δυσλεξία είναι μια νευρολογική κατάσταση που επηρεάζει πολλούς τομείς της μάθησης. Σχετίζεται κυρίως με το γραπτό λόγο, αν και μπορούμε να εντοπίσουμε δυσκολίες και στον προφορικό, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να συνυπάρχει και έλλειμμα στην μαθηματική ικανότητα, στις κινητικές λειτουργίες και στις οργανωτικές δεξιότητες του ατόμου. Τέλος τον όρο ιδιοσυστατική προέλευση τον χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τα χαρακτηριστικά που αναπτύχθηκαν από την αλληλεπίδραση κληρονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Τύποι της δυσλεξίας
Δύο μεγάλες κατηγορίες διακρίνουμε, διαχωρίζοντας πρώτα τη δυσλεξία σε επίκτητη και εξελικτική. Επίκτητη είναι αυτή που αφορά άτομα που είχαν κατακτήσει το μηχανισμό της ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας αλλά απέκτησαν δυσκολία ή ανικανότητα στην επεξεργασία του γραπτού λόγου εξαιτίας εγκεφαλικών βλαβών. Οι εγκεφαλικές βλάβες μπορεί να προκλήθηκαν από εγκεφαλικούς τραυματισμούς στην πλευρικο-κροταφική χώρα του αριστερού ημισφαιρίου, από αρρώστιες και μολύνσεις. (Πόρποδας, 1997)
Εξελικτική δυσλεξία είναι αυτή που ακολουθεί το άτομο από τη γέννησή του και έχει κληρονομικό υπόβαθρο. Οι Johnson και Myklebust υποστηρίζουν ότι τα ελλείμματα σε αυτή την περίπτωση μπορεί να είναι στη φύση τους ακουστικά ή και οπτικά. Διακρίνουν έτσι δύο τύπους δυσλεξίας: την οπτική και την ακουστική. (Στασινός, 2003)
Η οπτική δυσλεξία είναι η πιο διαδεδομένη μορφή δυσλεξίας, η οποία χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην οπτική αντίληψη, την οπτική διάκριση και την οπτική μνήμη. Η δυσκολία των δυσλεξικών με οπτική δυσλεξία εκδηλώνεται με δυσκολία στη μάθηση κυρίως μέσω της οπτικής λειτουργίας. Αυτό δεν έχει να κάνει με την όραση του ατόμου και έχει διαπιστωθεί με τεστ που έγιναν σε παιδιά με οπτική δυσλεξία και έδειξαν ότι η οπτική τους ικανότητα λειτουργεί σε φυσιολογικά επίπεδα. (Στασινός, 2003) Τα άτομα με οπτική δυσλεξία δυσκολεύονται στην αντίληψη και αναπαραγωγή οπτικών ακολουθιών καθώς και στη διάκριση σύνθετων σχεδίων. Παρουσιάζουν συγκεχυμένη κατανόηση των γραπτών συμβόλων και αδεξιότητα στη γενική κινητικότητα. Έχουν δυσκολία στη διάκριση λέξεων ή γραμμάτων που έχουν οπτική ομοιότητα και αντιμετωπίζουν τις λέξεις σαν να τις βλέπουν για πρώτη φορά, γι’ αυτό δυσκολεύονται στην ανάγνωση των λέξεων ολικά. Έτσι χρησιμοποιούν στην ανάγνωση των λέξεων την αναλυτική επεξεργασία όπου αναλύουν και συνθέτουν τις λέξεις για να καταφέρουν να τις διαβάσουν ακόμη και αν είναι ψευδολέξεις. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο κανονικός αναγνώστης για να διαβάσει μια πρόταση τριών σειρών χρειάζεται περίπου τρία λεπτά της ώρας. Αντίθετα ο μαθητής με οπτική δυσλεξία χρειάζεται τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά. (Στασινός, 2003 & Πόρποδας, 1997)
Η ακουστική δυσλεξία θεωρείται πιο δύσκολη μορφή δυσλεξίας καθώς είναι πιο δύσκολη η αντιμετώπισή της και χαρακτηρίζεται από έλλειμμα στην ικανότητα του ατόμου να αναπαριστά στο νου του, τους ξεχωριστούς ήχους της ομιλούμενης γλώσσας, να καταφέρνει να συνθέτει τους ήχους, να κατονομάζει πρόσωπα και πράγματα και να τηρεί την ακουστική ακολουθία. Η τελευταία είναι πολύ σημαντική γιατί έχει σχέση με τη δυνατότητα για απομνημόνευση συναφών πληροφοριών, τηρώντας πάντα τη σωστή τους διάταξη και σειρά. Η ακουστική δυσλεξία δεν έχει σχέση με την ακουστική οξύτητα του παιδιού καθώς έχει βρεθεί ότι τα περισσότερα παιδιά με ακουστική δυσλεξία έχουν κανονική ακοή. (Στασινός, 2003) Τα άτομα με ακουστική δυσλεξία δυσκολεύονται στην ανάλυση των λέξεων σε συλλαβές, στη σύνθεση συλλαβών σε λέξεις με περιεχόμενο και στη διάκριση ακουστικών λεπτομερειών καθώς και στην αναπαραγωγή ηχητικών συνόλων. (Πόρποδας, 1997) Ένα παιδί με ακουστική δυσλεξία παρουσιάζει χαμηλότερη επίδοση στη γραφή και στην ορθογραφία από ότι στην αναγνωστική του επίδοση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπορεί να αναγνωρίζει μικρές διαφορές μεταξύ των ήχων που αντιστοιχούν σε φωνήεντα ή σύμφωνα. Δεν μπορεί να συνδέσει τους ειδικούς ήχους με τα αντίστοιχα γραπτά τους σύμβολα. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε όταν ζητήσουμε από ένα παιδί να γράψει ένα καθ’ υπαγόρευση κείμενο. Τα άτομα με ακουστική δυσλεξία δεν είναι σίγουρα ότι ακούν σωστά τις λέξεις ή τις φράσεις ενός κειμένου. Έτσι αισθάνονται την ανάγκη και ζητούν επανάληψη της υπαγόρευσης συνεχώς. Ενδεικτικά ένα παιδί με ακουστική δυσλεξία χρειάζεται στην καλύτερη περίπτωση τρία με πέντε λεπτά για να γράψει καθ’ υπαγόρευση μία απλή πρόταση. (Στασινός, 2003 & Πόρποδας, 1997)
Τέλος καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπίσουμε περιπτώσεις που είναι καθαρά οπτική ή ακουστική η δυσλεξία. Το σύνηθες είναι σε κάθε περίπτωση δυσλεξικού ατόμου να υπάρχουν στοιχεία και από τις δύο περιπτώσεις. (Πόρποδας 1997) Έχουμε έτσι μια ομάδα μικτής δυσλεξίας που προκύπτει από την πρόσμιξη των δύο προηγούμενων τύπων δυσλεξίας. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει παιδιά που έχουν ανάμεικτες δυσκολίες οπτικού και ακουστικού χαρακτήρα και αντιπροσωπεύει το 22% περίπου του δυσλεξικού πληθυσμού. Παρουσιάζουν τα άτομα αυτά δυσκολίες στην εκμάθηση ολόκληρων λέξεων και στη χρήση της φωνητικής τους ανάλυσης.
Επιστροφή στα υπόλοιπα θέματα για τη δυσλεξία >