Τι προκαλούν οι Μαθησιακές Δυσκολίες στην εξέλιξη των παιδιών
Σύμφωνα με όλες τις έρευνες σχετικά με τις μαθησιακές δυσκολίες προκύπτει ότι υπάρχει σίγουρα ένας μεγάλος συσχετισμός ανάμεσα στη μαθησιακή δυσκολία που εμφανίζει ένα παιδί και σε προβλήματα συμπεριφοράς. Παρατηρούμε έτσι στα παιδιά αυτά φαινόμενα όπως επιθετικότητα και άγχος ενώ εμφανίζουν καταθλιπτικά συναισθήματα και πολλές φορές και παραπτωματική συμπεριφορά. Καθώς μεγαλώνουν παρουσιάζουν συχνά ανασφάλειες λόγω της συνεχούς αποτυχίας τους και σταματούν να έχουν εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους. Παρουσιάζουν υπερκινητικότητα, υπερευαισθησία στην κριτική και προκαταβολικό άγχος για τη μάθηση, ενώ συνεχώς έχουν τάση χαμηλής αυτοεκτίμησης, ιδιαίτερα στο σχολικό χώρο.
Η αποτυχία των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του σχολείου και στην κατάκτηση επαρκών γνωστικών δεξιοτήτων αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα που αφορά το παιδί και επεκτείνεται στην οικογένειά του και κατ’ επέκταση στην κοινωνική δομή. Ειδικά σε μία γνωστικά και τεχνολογικά προηγμένη κοινωνία, η οποία μετεξελίσσεται σε κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης, και στην οποία η χρήση του λόγου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, η ευχερής κατάκτηση των δεξιοτήτων της γραφής φαίνεται απολύτως αναγκαία για την επιβίωση του ανθρώπου. Στη σύγχρονη κοινωνία η οποία χαρακτηρίζεται από εντατικούς εκπαιδευτικούς ρυθμούς, οι μαθητές εκείνοι που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις αναμενόμενες σχολικές επιδόσεις βιώνουν μια συνεχή απογοήτευση, προσωπική ανεπάρκεια, αμηχανία και αυτό-υποτίμηση. (Στασινός, 2003)
Το σχολικό περιβάλλον μπορεί να θεωρηθεί από τους μαθητές αυτούς ως ένα αγχογόνο και μη φιλικό περιβάλλον, το οποίο θα προκαλέσει νέες δυσκολίες στις προσπάθειες προσαρμογής τους, οι οποίες θα προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες. Πολύ συχνά επίσης τα παιδιά αυτά, αβίαστα και άκριτα, κρίνονται, από τους εκπαιδευτικούς ή άλλους αξιολογητές, ως αδιάφορα, χωρίς διάθεση για μάθηση, τεμπέληδες και ανεύθυνα. (Ανδρεαδάκης, Καϊλα & Ξανθάκου, 1991) Ως αντίδραση σε αυτή την κατάσταση που βιώνουν, μπορεί να εκδηλώσουν αντικοινωνική συμπεριφορά σε επίπεδο κοινωνικής απόσυρσης ή επιθετικότητας.
Το μέγεθος των επιπτώσεων, που η συνεχής αυτή αποτυχία μπορεί να έχει στον ψυχικό κόσμο του παιδιού, αξιολογείται ιδιαίτερα στη βάση ότι η σχολική εμπειρία ενός ατόμου έχει συνέπειες στη διαμόρφωση ή μη μιας θετικής αυτοαντίληψης και αυτοεκτίμησης, όπως και στην ανάπτυξη των απαραίτητων δεξιοτήτων που βοηθούν στην προαγωγή της κοινωνικής τους συναλλαγής. (Στασινός, 2003)
Η οικογένεια προσδοκά ικανοποιητική σχολική επίδοση αγνοώντας τις δυσκολίες που υπάρχουν ή αποφεύγοντας να τις παραδεχτεί. Αισθάνονται πολλές φορές και οι ίδιοι οι γονείς αποτυχημένοι ή ακόμη και ένοχοι για δικές τους αδυναμίες ή λάθη στο μεγάλωμα του παιδιού. Αυτό το εκδηλώνουν ίσως με θυμό προς το παιδί, απόρριψη ή χαρακτηρίζοντάς το ως τεμπέλη και κακό μαθητή. Για το λόγο αυτό, η οικογένεια του παιδιού είναι αναγκαίο να καταλάβει και να αποδεχτεί ότι το παιδί για λόγους πέρα των δυνατοτήτων του ή της θέλησής του, δεν μπορεί να ανταποκριθεί με τον κοινό παραδοσιακό τρόπο που ανταποκρίνονται οι συνομήλικοί του. Έχει ανάγκη το ίδιο το παιδί από ειδικό τρόπο εκπαίδευσης αλλά κυρίως ενθάρρυνση ως άτομο και ως μαθητής. (Καλλινικάκη, 1990)
Η αποτυχία των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του σχολείου και στην κατάκτηση επαρκών γνωστικών δεξιοτήτων αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα που αφορά το παιδί και επεκτείνεται στην οικογένειά του και κατ’ επέκταση στην κοινωνική δομή. Ειδικά σε μία γνωστικά και τεχνολογικά προηγμένη κοινωνία, η οποία μετεξελίσσεται σε κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης, και στην οποία η χρήση του λόγου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, η ευχερής κατάκτηση των δεξιοτήτων της γραφής φαίνεται απολύτως αναγκαία για την επιβίωση του ανθρώπου. Στη σύγχρονη κοινωνία η οποία χαρακτηρίζεται από εντατικούς εκπαιδευτικούς ρυθμούς, οι μαθητές εκείνοι που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις αναμενόμενες σχολικές επιδόσεις βιώνουν μια συνεχή απογοήτευση, προσωπική ανεπάρκεια, αμηχανία και αυτό-υποτίμηση. (Στασινός, 2003)
Το σχολικό περιβάλλον μπορεί να θεωρηθεί από τους μαθητές αυτούς ως ένα αγχογόνο και μη φιλικό περιβάλλον, το οποίο θα προκαλέσει νέες δυσκολίες στις προσπάθειες προσαρμογής τους, οι οποίες θα προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες. Πολύ συχνά επίσης τα παιδιά αυτά, αβίαστα και άκριτα, κρίνονται, από τους εκπαιδευτικούς ή άλλους αξιολογητές, ως αδιάφορα, χωρίς διάθεση για μάθηση, τεμπέληδες και ανεύθυνα. (Ανδρεαδάκης, Καϊλα & Ξανθάκου, 1991) Ως αντίδραση σε αυτή την κατάσταση που βιώνουν, μπορεί να εκδηλώσουν αντικοινωνική συμπεριφορά σε επίπεδο κοινωνικής απόσυρσης ή επιθετικότητας.
Το μέγεθος των επιπτώσεων, που η συνεχής αυτή αποτυχία μπορεί να έχει στον ψυχικό κόσμο του παιδιού, αξιολογείται ιδιαίτερα στη βάση ότι η σχολική εμπειρία ενός ατόμου έχει συνέπειες στη διαμόρφωση ή μη μιας θετικής αυτοαντίληψης και αυτοεκτίμησης, όπως και στην ανάπτυξη των απαραίτητων δεξιοτήτων που βοηθούν στην προαγωγή της κοινωνικής τους συναλλαγής. (Στασινός, 2003)
Η οικογένεια προσδοκά ικανοποιητική σχολική επίδοση αγνοώντας τις δυσκολίες που υπάρχουν ή αποφεύγοντας να τις παραδεχτεί. Αισθάνονται πολλές φορές και οι ίδιοι οι γονείς αποτυχημένοι ή ακόμη και ένοχοι για δικές τους αδυναμίες ή λάθη στο μεγάλωμα του παιδιού. Αυτό το εκδηλώνουν ίσως με θυμό προς το παιδί, απόρριψη ή χαρακτηρίζοντάς το ως τεμπέλη και κακό μαθητή. Για το λόγο αυτό, η οικογένεια του παιδιού είναι αναγκαίο να καταλάβει και να αποδεχτεί ότι το παιδί για λόγους πέρα των δυνατοτήτων του ή της θέλησής του, δεν μπορεί να ανταποκριθεί με τον κοινό παραδοσιακό τρόπο που ανταποκρίνονται οι συνομήλικοί του. Έχει ανάγκη το ίδιο το παιδί από ειδικό τρόπο εκπαίδευσης αλλά κυρίως ενθάρρυνση ως άτομο και ως μαθητής. (Καλλινικάκη, 1990)