Η συστημική προσέγγιση είναι ένα σύγχρονο επιστημονικό μοντέλο θεώρησης και κατανόησης της πραγματικότητας, το οποίο βασίστηκε στη γενική θεωρία συστημάτων. Πρόκειται για μια θεωρία που αναπτύχθηκε αρχικά στο χώρο της μηχανικής, για να βρει αργότερα εφαρμογή και σε άλλες επιστήμες, όπως σε αυτήν την ψυχολογίας. Διαμορφώθηκε από την επιρροή της κυβερνητικής και της πληροφορικής στη μελέτη των ζωντανών συστημάτων, σε συνδυασμό με παρατηρήσεις από το χώρο της φυσικής και της βιολογίας. Εμφανίστηκε την δεκαετία του ’40 και έστρεψε το ενδιαφέρον των θεωρητικών της ψυχικής υγείας από το άτομο στο όλον και από τις προσωπικές ιδιότητες στις σχέσεις. Ήταν μια διευρυμένη θεώρηση του ανθρώπου που εμπλούτισε την ατομική, ομαδική και οικογενειακή συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία.
Η συστημική προσέγγιση επιχειρεί να κατανοήσει την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των συστημάτων, καθώς και τη σχέση τους με το περιβάλλον. Ως σύστημα ορίζεται ένα σύνολο στοιχείων σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση. Αλλαγή σε κάποιο στοιχείο του συστήματος επιφέρει αλλαγές σε ολόκληρο το σύστημα (Bateson,1972), αλλά και σε κάθε μέρος του ξεχωριστά. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός συστήματος είναι η προσπάθεια διατήρησης σταθερών των συνθηκών στο εσωτερικό του, αλλά και η αντίσταση σε οποιαδήποτε αλλαγή απειλεί αυτήν την σταθερότητα. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, ακόμη και ένα πρόβλημα μπορεί να συντηρείται από το σύστημα προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία του, ενώ αλλαγές στο σύστημα μπορεί να το κλονίσουν συθέμελα και να οδηγήσουν σε ανακατατάξεις. Μια οικογένεια, μια θεραπευτική ή εργασιακή ομάδα, μια σχολική τάξη, μια επιχείρηση είναι ένα ανθρώπινο σύστημα.
Σύμφωνα με την συστημική προσέγγιση, γεννιόμαστε και εξελισσόμαστε μέσα σε συστήματα, με κυρίαρχο αυτό της οικογένειας. Το σύστημα είναι ένα σύνολο, όπου το όλον είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του (Gestalt). Σε όλα τα συστήματα, κάθε μέλος συνδέεται με τα άλλα μέλη με ένα πλέγμα σχέσεων, που υπερβαίνει τα μέλη και καθορίζει την πορεία και την εξέλιξη όλων. Επομένως, η οικογένεια, όπως κάθε ζωντανό σύστημα, δεν είναι μια απλή σύναξη ατόμων, αλλά ένα σύστημα με τη δική του δομή, τους δικούς του κανόνες και στόχους. Αυτή η προσέγγιση, καθώς και η παρατήρηση των σχέσεων μέσα στην οικογένεια, οδήγησε στη θέση πως η ψυχική ασθένεια δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά οικογενειακή. Τα συμπτώματα, οι δυσκολίες, αλλά και οι αλλαγές που μπορεί να παρουσιάσει ένα άτομο στην προσωπική του πορεία, είναι σε άμεση αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση με τα σημαντικά συστήματα, στα οποία ανήκει.
Η ψυχοθεραπεία με βάση τη συστημική προσέγγιση μπορεί να είναι ατομική, ζεύγους ή οικογενειακή. Στην ατομική ψυχοθεραπεία, συμμετέχει στις συνεδρίες το άτομο που προσέρχεται για θεραπεία και ο θεραπευτής. Στη θεραπεία ζεύγους συμμετέχουν και τα δύο μέλη του ζευγαριού, ενώ στην οικογενειακή ολόκληρη η οικογένεια. Οι ατομικές συνεδρίες προτείνεται να γίνονται με συχνότητα μία φορά την εβδομάδα, ενώ στις άλλες περιπτώσεις, οι συνεδρίες γίνονται κάθε δεκαπέντε ημέρες ή μία φορά το μήνα.
Σύμφωνα με την συστημική προσέγγιση, γεννιόμαστε και εξελισσόμαστε μέσα σε συστήματα, με κυρίαρχο αυτό της οικογένειας. Το σύστημα είναι ένα σύνολο, όπου το όλον είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του (Gestalt). Σε όλα τα συστήματα, κάθε μέλος συνδέεται με τα άλλα μέλη με ένα πλέγμα σχέσεων, που υπερβαίνει τα μέλη και καθορίζει την πορεία και την εξέλιξη όλων. Επομένως, η οικογένεια, όπως κάθε ζωντανό σύστημα, δεν είναι μια απλή σύναξη ατόμων, αλλά ένα σύστημα με τη δική του δομή, τους δικούς του κανόνες και στόχους. Αυτή η προσέγγιση, καθώς και η παρατήρηση των σχέσεων μέσα στην οικογένεια, οδήγησε στη θέση πως η ψυχική ασθένεια δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά οικογενειακή. Τα συμπτώματα, οι δυσκολίες, αλλά και οι αλλαγές που μπορεί να παρουσιάσει ένα άτομο στην προσωπική του πορεία, είναι σε άμεση αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση με τα σημαντικά συστήματα, στα οποία ανήκει.
Η ψυχοθεραπεία με βάση τη συστημική προσέγγιση μπορεί να είναι ατομική, ζεύγους ή οικογενειακή. Στην ατομική ψυχοθεραπεία, συμμετέχει στις συνεδρίες το άτομο που προσέρχεται για θεραπεία και ο θεραπευτής. Στη θεραπεία ζεύγους συμμετέχουν και τα δύο μέλη του ζευγαριού, ενώ στην οικογενειακή ολόκληρη η οικογένεια. Οι ατομικές συνεδρίες προτείνεται να γίνονται με συχνότητα μία φορά την εβδομάδα, ενώ στις άλλες περιπτώσεις, οι συνεδρίες γίνονται κάθε δεκαπέντε ημέρες ή μία φορά το μήνα.
Σταύρος Μεσσήνης